- μισσιονάριοι
- οιιεραπόστολοι τής Δυτικής και τής Προτεσταντικής Εκκλησίας οι οποίοι έδρασαν και δρουν ακόμη και σήμερα στον χώρο τής Μέσης Ανατολής ως απεσταλμένοι τών Εκκλησιών τους σε μακρινές χώρες, για να κηρύσσουν εκεί και να διαδίδουν τον χριστιανισμό ή για να προσηλυτίζουν ορθοδόξους στα δικά τους δόγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. missionario (< λατ. missionarius < missio, -onis «αποστολή»)].
Dictionary of Greek. 2013.